- λογοειδής
- λογοειδής, -ές (AM)ο όμοιος προς τον πεζό λόγο («τὸ κοινὸν τῆς γραφῆς, ἐξ ἧς οἱ λογοειδεῑς γίνονται στίχοι», Ευστ.)μσν.λογικοφανής («λογοειδεῑς ἐνέργειαι», Δαμάσκ.)αρχ.1. λογικός, εύλογος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοειδέςα) η πεζογραφίαβ) (η γνώση και η δύναμη τής γλώσσας, η δυνατότητα να εκφράζεται κάποιος ορθά σε μια γλώσσα («φωνὴ δὲ ἦν τῷ Ἀσσυρίῳ ξυμμέτρως πράττουσατὸ γὰρ λογοειδες οὐκ εἶχεν, ἅτε παιδευθεὶς ἐν βαρβάροις», Φιλόστρ.)γ) (για ζώα) δύναμη που μοιάζει με το λογικό.επίρρ...λογοειδῶς (ΑM)με λογογραφικό ύφος, ρητορικά, με ρητορικό ύφος («ὁ Περικλῆς καὶ ὁ Θεμιστοκλῆς ῥητορικαῑς χάρισιν ἐκόσμουν τὸν λόγον καὶ λογοειδῶς ἀφηγοῡντο τὰ τῆς πόλεως», Ανών.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -ειδής*(< εἶδος)].
Dictionary of Greek. 2013.